Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η είδηση το νέο (

  • 1 известие

    известие с η είδηση το νέο (новость)' последние я το δελτίο ειδήσεων (ло радио)
    * * *
    с
    η είδηση; το νέο ( новость)

    после́дние изве́стия — το δελτίο ειδήσεων ( по радио)

    Русско-греческий словарь > известие

  • 2 новость

    новость ж το νέο, η είδηση· приятная \новость το ευχάριστο νέο
    * * *
    ж
    το νέο, η είδηση

    прия́тная но́вость — το ευχάριστο νέο

    Русско-греческий словарь > новость

  • 3 известие

    извести||е
    с \. ἡ είδηση [-ις], τό νέο, ἡ πληροφορία:
    приятное \известие ἡ εὐχάριστη είδηση· последние \известиея (по радио) τά τελευταία νέα, οἱ τελευταίες εἰδήσεις·
    2. мн. (периодическое издание) τό δελτίοΜ, τά πρακτικά:
    Известия Академии Наук СССР τό Δελτίον τής 'Ακαδημίας τῶν 'Επιστημών τής ΕΣΣΔ
    3. мн. (название газеты) ἡ Ίζβέστια

    Русско-новогреческий словарь > известие

  • 4 весть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    είδηση, νέο•

    радостная весть ευχάριστη είδηση.

    || πλθ. -и διαδόσεις, κοινολογήσεις.
    εκφρ.
    без -и пропасть – χάνομαι χωρίς ν’ αφήσω ίχνη.
    (3ο προσ. ενκ. ενεστ. του ρ. ведать, παλ. κλίση)
    ξέρει•

    Бог весть ο Θεός ξέρει.

    Большой русско-греческий словарь > весть

  • 5 известие

    ουδ.
    είδηση, νέο• πληροφορία•

    известие об отставке правительства η είδηση για την παραίτηση της κυβέρνησης•

    о нём нет никакого известиея γι' αυτόν δεν υπάρχει καμιά πληροφορία•

    газета «Известия» η εφημερίδα τα «Νέα».

    || δελτίο•

    -я Академии Наук δελτίο της Ακαδημίας επιστημών.

    εκφρ.
    последние известиея – οι τελευταίες ειδήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > известие

  • 6 новость

    θ., γεν. πλθ. -й.
    1. το καινούριο, το νέο.
    2. είδηση•

    -и дня τα νέα της μέρας•

    приятная новость ευχάριστη είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > новость

  • 7 весть

    вест||ь
    ж ἡ εἰδηση [-ις], τό ἄγγελμα, τό μαντδτο, τό νέο:
    без \вестьи пропавший ὁ ἀγνοούμενος.

    Русско-новогреческий словарь > весть

  • 8 новизна

    θ.
    νεωτερισμός, μοντερνισμός• το νέο (γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• -ы τα νέα (οι ειδήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > новизна

  • 9 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 10 эстафета

    θ.
    1. παλ. σκυτάλη, ειδικό ταχυδρομείο (συνήθως με• έφιππο). || είδηση, νέο.
    2. σκυταλοδρομία.
    (κυρλξ. κ. μτφ.) η σκυτάλη•

    бег с -ой η σκυταλοδρομία•

    передать -у μεταδίνω τη σκυτάλη κ. μτφ. παραδίνω τη συνέχιση του έργου σε άλλους•

    принимать -у παίρνω τη σκυτάλη κ. μτφ. συνεχίζω το έργο.

    Большой русско-греческий словарь > эстафета

См. также в других словарях:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»